- ζωαρχικός
- -ή, -ό (AM ζωαρχικός, -ή, -όν)εκκλ.1. αυτός που είναι αρχή, αιτία ζωής2. (για τα τρία πρόσωπα τής Αγίας Τριάδας, τη Θεοτόκο κ.λπ.) αυτός που παρέχει ζωή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι)* + αρχικός (< αρχή)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζω(ο)- — (I) (AM ζω[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) αναφέρεται στη ζωή ή έχει σχέση με τη ζωή («ζωοπάροχος», «ζωοπλάσσω») β) αναδίδει ζωή ή ζωτικότητα («ζωομύριστος», «ζωπυρίς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Στην Αρχαία Ελληνική ζω(ο) (Ι) είναι τ.… … Dictionary of Greek
ԿԵՆԴԱՆԱՊԵՏԱԿԱՆ — ( ) NBH 1 1086 Chronological Sequence: 8c ա. ζωαρχικός principalis vitae. Որ ինչ հայի առ պետն կենդանութեան, կամ առ տուօղն կենաց. *Գերագոյն կեանք, եւ կենդանապետական կեանք է, եւ ամենայն կենաց է պատճառ. Դիոն. ածայ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ИОАНН ДАМАСКИН — Прп. Иоанн Дамаскин. Икона. Нач. XIV в. (скит св. Анны на Афоне) Прп. Иоанн Дамаскин. Икона. Нач. XIV в. (скит св. Анны на Афоне) [греч. ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκήνος, ὁ Χρυσορρόας, лат. Ioannes Damascenus] (2 я пол. VII в., Дамаск до 754 г.), прп. (пам … Православная энциклопедия